ιστιοποιός

ιστιοποιός
ναυτ. κατασκευαστής ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θαυματο-ποιός, κεραμο-ποιός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. maitre voilier. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοποιΐα — ή ναυτ. η τέχνη τής κατασκευής ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοποιείο(ν) — το ναυτ. εργαστήριο κοπής και ραφής ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοποιούμαι — ἱστιοποιοῡμαι, έομαι (Α) [ιστιοποιός] (για πλοία) εφοδιάζομαι με ιστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”